ασυνήθης

ασυνήθης
ης, ες
1). см. ασυνήθιστος 1; 2) необычайный, необыкновенный, незаурядный (о способностях, красоте и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ασυνήθης" в других словарях:

  • ἀσυνήθης — unaccustomed masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀσυνήθης unaccustomed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀσυνήθης unaccustomed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυνήθης — ( ους), ες (AM ἀσυνήθης, ες) 1. ο μη συνήθης, αυτός που διαφέρει από το καθιερωμένο ή κοινό 2. (για πρόσωπα) μη εξοικειωμένος με κάτι, μη συνηθισμένος, άπειρος νεοελλ. 1. σπάνιος, εξαιρετικός 2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος αρχ. (για πρόσωπα) ο μη… …   Dictionary of Greek

  • ἀσυνηθέστερον — ἀσυνήθης unaccustomed adverbial comp ἀσυνήθης unaccustomed masc acc comp sg ἀσυνήθης unaccustomed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνήθει — ἀσυνήθης unaccustomed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσυνήθης unaccustomed masc/fem/neut dat sg ἀσυνήθεϊ , ἀσυνήθης unaccustomed dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνήθη — ἀσυνήθης unaccustomed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσυνήθης unaccustomed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσυνήθης unaccustomed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνηθεστέρων — ἀσυνήθης unaccustomed fem gen comp pl ἀσυνήθης unaccustomed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνήθεα — ἀσυνήθης unaccustomed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀσυνήθης unaccustomed masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνήθεις — ἀσυνήθης unaccustomed masc/fem acc pl ἀσυνήθης unaccustomed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνηθεστάτην — ἀσυνήθης unaccustomed fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνηθεστέροις — ἀσυνήθης unaccustomed masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνηθέστεροι — ἀσυνήθης unaccustomed masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»